ελβετικός

ελβετικός
-ή, -ό
αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην Ελβετία ή προέρχεται από αυτήν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ελβετικός — ή, ό που ανήκει ή παράγεται στην Ελβετία, που κατάγεται ή προέρχεται από αυτή: Ελβετικά ρολόγια. – Ελβετική σημαία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • ελβέτιος — ο 1. ελβετικός 2. φρ. «ελβέτιος βαθμίδα» βαθμίδα ασβεστολιθικών πετρωμάτων που περιέχουν απολιθωμένα οστά χερσαίων θηλαστικών κ.ά …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”